- προτεκμαίρομαι
- προτεκμαίρομαι,A v. προστεκμαίρομαι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προτεκμαίρομαι — Α (δ. γρφ.) βλ. προστεκμαίρομαι … Dictionary of Greek
προστεκμαίρομαι — και δ. γρφ. προτεκμαίρομαι Α επιβεβαιώνομαι βάσει επί πλέον ενδείξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τεκμαίρομαι «δηλώνω, αποδεικνύω»] … Dictionary of Greek